ἐκκρέμαμαι
1 colgar, estar suspendido en cirug. ref. la suspensión terapéutica
δεῖ μέντοι τὸν ἐκκρεμάμενον ἔμπειρον εἶναιHp.Art.76,
ἀδρανεῖς οἱ μασθοὶ ἐκκρέμανταιPolem.Phgn.42
•estar adherido
ἵνα τὸ ἔμβρυον ἐκκρεμάμενον ξυνεπισπᾶται τῷ βάρει ἔξωHp.Superf.8
•estar colgado, prendido de c. gen.
τοῖς κλάδοις καὶ τοῖς ἐκκρεμαμένοις αὐτῶν πετάλοιςI.AI 8.136, cf. BI 5.433.
2 fig. pender, estar pendiente, depender c. gen.
ἑτέρης ἐλπίδοςAP 9.411 (Maec.),
μυστικῶν πλασμάτωνPh.2.260,
οἱ ἀεὶ τοῦ μέλλοντος ἐκκρεμάμενοιPlu.2.606d,
δογμάτων ... ἐκκρεμαμένων τῆς κατὰ τὴν ψυχὴν θειότητοςAttic.7.26,
ἀλλ' ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶνsino que (el cuerpo) está suspendido y colgado de nosotros Plot.4.4.18, c. giro prep. de gen.
ἐξ ὧν (ἐπιθυμιῶν)Pl.Lg.732e,
ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆςsu alma está ligada a la de éste LXX Ge.44.30,
ἀπὸ τῶν ὀνο[μάτ]ωνPhld.Mus.4.15.38,
τὴν ἐλπίδα ἐκκρεμαμένην ἀπὸ τοῦ σταυρωθέντος ΧριστοῦIust.Phil.Dial.96.1
•c. πρός y ac. aferrarse, apegarse
πρὸς αὐτὸν (τὸν Κύριον)Chrys.M.49.305
•c. part. estar en suspenso, estar pendiente
ὁ λαὸς ... ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούωνEu.Luc.19.48.