ἐκκρούω


A tr.

I c. ac. de cosa

1 impulsar φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (sc. τὸ προβόλιον) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας de un jabalí, X.Cyn.10.12, X.Cyn.10.12, ἐκ μηχανῶν βέλη D.C.75.11.2, εἰ δέ τις ... ἐκκρούσειε πρόσω τὴν Πηνελόπην y si alguno impulsaba hacia delante a Penélope, e.e., la ficha llamada así en un juego, Apio Fr.Hist.36.

2 golpear, romper de un golpe, forzar τὸ χελώνιον τοῦ οἴκου PTeb.46.16 (II a.C.), en v. pas. τὴν] μήτραν τῆς αὐλείας ἐκκεκρουμένην reventado el cerrojo del portal del patio, BGU 1007.16 (III a.C.) en BL 8.38
en v. med. mismo sent. τοὺς πύνδακας Ar.Fr.281.

3 arrancar, quitar, sacar prov. ἥλῳ ... ἐκκρούεις τὸν ἧλον Luc.Philops.9, cf. Laps.7, συμφοραὶ ... πάθει πάθος ἐκκρούουσαι Synes.Ep.41 (p.62), πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν Greg.Cypr.p.116.9, en v. pas., Synes.Ep.44
en v. med. mismo sent. βῆχα ... μετὰ πόνου καὶ ἀλγηδόνος ἐξεκρούσαντο Plu.2.515a.

4 c. ref. al tiempo aplazar, diferir ἐκκρούσας ... εἰς τὴν ὑστεραίαν τὴν ... γνώμην ... ἑλεῖν D.19.144, τῷ χρόνῳ τὸ πρᾶγμα Plu.Caes.13, en v. pas. χρόνου δὲ γιγνομένου, καὶ τῆς μὲν γραφῆς ἐκκρουομένης D.45.4
abs. ἵν' ἐκκρούοντες χρόνους ἐμποιῶμεν para que aplazando el asunto ganemos tiempo D.36.2, cf. 54.30.

II c. ac. de abstr., fig.

1 expulsar, anular ἐνθύμημα ... γὰρ ἐκκρούσει τὸ πάθος pues el entimema apagará la pasión Arist.Rh.1418a13, cf. 14, c. dat. instrum. λύπην ἀδέσποτον ψυχῆς ... λογισμῷ ἔκκρουε Democr.B 290, τὴν ... τῆς ψυχῆς ἀσχολίαν τῇ τῶν σωματικῶν τε καὶ γηΐνων φροντίδι Gr.Nyss.Or.Dom.7.1, c. ἐκ c. gen. ἔκκρουσον στυγερὰν ἐκ κραδίας ὀδύναν AP 12.49 (Mel.), en v. pas. τὰς γνώσεις τῇ πληγῇ ἐκκρουομένας Plot.5.8.11.

2 eludir, esquivar ἐκκρούων τοὺς λόγους καὶ οὐκ ἐθέλων διδόναι λόγον esquivando los argumentos y no queriendo darle la razón Pl.Prt.336c, ὁπότε δ' οἱ κυβερνῆται ταῖς ἐμπειρίαις ἐκκρούσειαν τὰς ἐπιφοράς D.S.13.45
c. suj. abstr. invalidar ὁ δὴ χρόνος ἐκκρούει τὸ μάντευμα I.BI 1.80, τοῦτον τὸν λόγον ... ἐκκρούει τὸ παντὶ ὁρᾶν εἶναι ῥέοντα τὸν ποταμόν Aristid.Or.36.12.

III c. ac. de pers.

1 expulsar, echar, desalojar de una posición, c. ἀπό y gen. ἀπ' αὐτοῦ (λόφου) ἐκκροῦσαι τοὺς ἤδη ἐπόντας βαρβάρους Th.4.128, c. dat. μάχῃ ἐκκρούσαντες τοὺς ἐπόντας Th.4.131, sólo c. ac. de pers. αὐτούς X.HG 7.4.16, D.C.47.36.1, en v. pas. Ἀρισταγόρας ... ὑπὸ Ἠδώνων ἐξεκρούσθη Th.4.102, cf. 6.100, Ἀννίβας ... ἐξεκρούσθη ὑπὸ τῶν φυλαττόντων αὐτάς (σκηνάς) D.C.Epit.8.10.4, ὑπὸ τοῦ κλύδωνος ἐκκρουόμενοι Hld.5.27.5
en v. med. mismo sent. τοὺς βιαζομένους εἰσελθεῖν ἐξεκρούσαντο D.C.Epit.9.26.10.

2 c. gen. alejar, apartar, desviar ἵνα μὴ ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω para no salirme del presente asunto D.18.313, τούτων οὐδὲν ἐξέκρουσε τὸν Σόλωνα τῆς αὑτοῦ προαιρέσεως Plu.Sol.14, ἐκκρούει γὰρ σχεδίου λόγου ... ἀκροατὴς σεμνῷ προσώπῳ pues distrae el discurso improvisado un oyente de rostro severo Philostr.VS 614
fig. frustrar ἐκκέκρουκάς με ἐλπίδος Pl.Phdr.228e.

3 en rel. c. la palabra interrumpir ἐβόων, ἐξέκρουόν με, τελευτῶντες ἐχλεύαζον D.19.23, ἐκκρούων αὐτὸν ὁ Αἰλιανὸς ... εἶπεν Philostr.VA 7.17, en v. pas. ἀλλὰ δέδοικα μὴ ἐκκρουσθῶ Arr.Epict.2.13.19, cf. 20.

IV usos cien.

1 fís. interferir, impedir εἰ δὲ ἀσθενεστάτη, ῥᾳδία ἐκκρούειν si es más débil (el movimiento), es fácil de interferir Arist.Mech.851a11, ἡ μείζων κίνησις τὴν ἐλάττω ἐκκρούει Arist.Sens.447a15, cf. EN 1175b8, τὸν λογισμόν Arist.EN 1119b10, cf. 1154a27, en v. pas., Arist.Mech.849a7, cf. 10, ἂν ὑπὸ μηδενὸς ἐκκρούηται siempre que no sea impedido por nada de un móvil, Arist.Ph.264a10.

2 mat. restar, sustraer, deducir ἔκκρουε τριακοντάδας ve restando de treinta en treinta (grados) Vett.Val.19.25, cf. 20.24, τοῦτο ἐκκρούειν ἐκ τοῦ ὡριαίου μεγέθους Vett.Val.285.30, en v. pas. πρὸς τὴν ποσότητα τῶν ἐκκρουσθέντων τριακοντάδων β̅ ἡμέρας Vett.Val.50.24
econ. deducir, descontar una suma o cantidad del total (τοὺς στατῆρας) PFay.109.9 (I d.C.), ξ(έστας) PKell.G.96.538, cf. 966 (IV d.C.), en v. pas. ἐξ ὧν ἐξεκρούσθη ... αὐτῷ Σιλουανῷ δηνάρια δεκαπέντε PCol.221.7, cf. 22, 31 (II d.C.), PTeb.189, 241 (III a.C.), οὐδενὸς ἐκκρουομένου τῶν μισθῶν POxy.725.37 (II d.C.), cf. 1748.4 (III d.C.).

3 mat. eliminar el mismo elemento de los dos miembros de una ecuación para simplificarla, por sustracción κοινὸν ἐκκεκρούσθω τὸ ἀπὸ BZ réstese el segmento común BZ Papp.946, por división κοινὸς ἐκκεκρούσθω ὁ τῆς ΒΘ πρὸς ΒΔ λόγος elimínese la proporción común ΒΘ / ΒΔ Papp.890.

B intr.

1 salir, brotar κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει μικρά unos cuernos pequeños salen de las sienes de Ío, Philostr.VA 1.19.

2 en v. med. y med.-pas. salir disparado, desviarse καὶ ὃς ἂν εἰσέλθῃ ... καὶ ἐκκρουσθῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ τῇ ἀξίνῃ para cortar árboles, LXX De.19.5, c. gen. τῆς ἕδρας Ach.Tat.1.12.5.