ἐκκρουστικός, -ή, -όν
que rechaza, incompatible
τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέουArist.Rh.1386a23,
φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγουArr.Epict.2.18.29.
τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέουArist.Rh.1386a23,
φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγουArr.Epict.2.18.29.