ἐκκριτικός, -ή, -όν
1 fisiol. que produce o causa secreción, excreción
ἄλλαι διὰ τοῦ σώματος ... ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσειςotros movimientos orgánicos de secreción o absorción Arist.Ph.243b14, cf. Gal.7.169,
δύναμις ἐ.capacidad de secreción o efecto de secreción Orib.14.9.1, Ec.8.1.1, Aët.11.33.7, Phlp.in GC 183.15, op. la
δύναμις ἑλκτικήGal.2.193,
ἐνέργειαGal.3.329, Orib.Ec.63.4, c. gen. obj.
δύναμις ... ἐκκριτικὴ φυσῶνdel ajo, Dsc.2.152,
αἵματοςdel salmonete, Diph.Siph. en Ath.355e,
(ἐνέργεια) ἐκκριτικὴ τῶν οὔρωνGal.8.402, c. gen. subjet.
ἡ τῶν λυπούντων ἐκκριτικὴ δύναμιςGal.7.199
•subst. τὰ ἐκκριτικά evacuaciones Gal.18(2).136
•del pulso que es síntoma de excreción Gal.9.429
•de concr. secretor, excretor
πόροιGal.5.114,
τὰ ἐκκριτικὰ μόριαTz.Comm.Ar.1.180.19.
2 que separa, que aísla c. gen.
δριμὺν (sc. χυμόν) δὲ τὸν ... ἐκκριτικὸν τῆς ἐν τῇ συμφύτῳ ὑγρότητι θερμότητοςThphr.CP 6.1.3.