< ἐκκοιτίζω
ἐκκοιτισμός >
ἐκκοίτιον
,
-ου, τό
vivaque
εὐθὺ τοῖς ὑπασπισταῖς ποιείτωσαν ἐ.
SEG
40.524A2.8 (Anfípolis III/II a.C.).