< ἐκκορῠφόω
ἐκκοττίζω >
ἐκκοσμέω
adornar con esmero
en v. pas.
τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων ἱερὸν ... ἐξεκοσμήθη σὺν καλοῖς ἐπιγράμμασιν
Aristid.
Or
.1.190.