< ἐκκόπρωσις
ἐκκοπτέον >
ἐκκοπρωτικός
,
-ή, -όν
que provoca
o
facilita la defecación
κλυστήρ
Herod.Med. en Aët.9.2,
φάρμακα
Gal.11.822, 13.19.