< ἐκκομιστής·
†ἐκκονεῖ· >
ἐκκομπάζω
vanagloriarse
,
presumir
ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλών
S.
El
.569, cf. Hsch.s.u.
ἐξεκόμπασεν
, en v. pas. Men.Prot.19.1.91.