< ἐκκίω
ἐκκλαστρίδιον >
ἐκκλάζω
gritar
c. ac. int.
ἐκ δ' ἔκλαγξ' ὄπα ἀξύνετον (tm.)
E.
Io
1204
•
reclamar
c. ac. de pers.
ἐξέκλαγξε σύγκοιτον φίλην
Com.Adesp
.745.7.