< ἐκκλιτός
ἐκκλύζω >
ἐκκλονέομαι
estremecerse
,
agitarse
violentamente
οἱ ὀδόντες αὐτοῦ ἐξεκλονοῦντο τανταλίζοντες
A.Phil
.1.6.