< ἐκκλησιάζω
ἐκκλησιασμός >
ἐκκλησίασις
,
-εως, ἡ
conciliábulo
ἰδίᾳ συνάξεις ποιούμενοι καὶ ἐκκλησιάσεις
CGangr
.(340)
Ep
.p.86.