< ἐκκίνησις
ἐκκίω >
ἐκκιρρόω
endurecer
οἱ (ἵπποι) ... ἐκκεκιρρωκότες τὰ κατ' ὄνυχα τῆς ὁπλῆς
Hippiatr
.104.2.2.