ἐκκαίω
• Alolema(s): ἐκκάω Eup.370, Pl.Grg.473c, Men.Pc.162
• Morfología: [aor. part. ἐκκέας Ar.Pax 1133, plu. ἐκκέαντες E.Rh.97]
A tr.
I
θερμοῖσι σιδηρίοισι ... τοὺς ὀφθαλμούςHdt.7.18,
τὸ φῶς Κύκλωποςref. a su único ojo, E.Cyc.633, cf. 657,
ἕως (πῦρ) ἐξέκαυσεν καὶ ἐξεῖλεν τὸ γένοςAristid.Or.37.9, en v. pas. c. ac. de rel.
ἐὰν ... ἄνθρωπος ... τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάηταιPl.l.c., sin ac. de rel.
στυπτηρία ἐκκεκαυμένηGal.12.631,
τῶν ἀποθνησκόντων οὐδεὶς ... οὔτ' ἐξεκαίετο ξύλων ἀπορίᾳApp.Pun.73
•abs.
ἐκκαίων ὁ ἥλιοςArist.Pr.867a20, del veneno de una serpiente, Luc.Dips.4
•abrasar, requemar en v. pas.
(ἡ γῆ) ὑπὸ τοῦ θερμοῦHp.Aër.12
•astr. ἐκκεκαυμένη ζώνη zona tórrida o ecuatorial de la tierra, considerada inhabitable, Olymp.in Mete.189.29
•tb. por causa de frío excesivo quemar, secar
ἐκκαίουσαι τὰ καλὰ τῶν γεννημάτων πάχναι καὶ χιόνεςD.S.26.1.
2 encender, prender fuego a
τὰ πυράHdt.4.134,
ἐκκέαντες πύρσ' ἐπ' εὐσέλμων νεῶνE.l.c.,
ἐκκέας ... τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανόταταAr.l.c.,
ἄνθρακαςLXX Si.8.10
•abs. encender un fuego Polyaen.6.17
•en v. pas. ser encendido, arder
μάττει γὰρ ἤδη καὶ τὸ πῦρ ἐκκάεταιEup.l.c.,
ἐκκεκαυμένη γίνεται ... ἡ πυράThphr.HP 9.3.3, cf. Str.16.1.15
•inflamar en v. pas.
ὑπὸ τῆς κινήσεως ἡ ἀναθυμίασις ἐκκαιομένηArist.Mete.341b36.
3 fisiol., de humores y líquidos consumir por efecto de una combustión
(ὁ πλεύμων) ὅσον τε ἐν αὐτῷ ἐστιν ἰκμάδος ... τοῦτο πᾶν ἐκκαίειHp.Morb.1.28, cf. Vict.2.42, Carn.12, en v. pas.
ἐκκαυθέντος γὰρ τοῦ ... ὑγροῦArist.Col.791a6.
II fig., c. n. abstr. encender, prender, dar lugar a
πόλεμονPlb.3.3.3, D.S.15.92.3,
ἄνθρωπος γὰρ θυμώδης ἐκκαύσει μάχηνLXX Si.28.8,
τὴν ἐλπίδαPlb.5.108.5,
(ἀνόσιον στάσιν)1Ep.Clem.1.1,
τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν τῶν ῬωμαίωνPlu.Fab.7,
ἔρως με σοφίας ... ἐξέκαυσενAel.NA epíl.,
(φιλοτιμία) ἐκκαίει φθόνον καὶ σοφοῖς ἀνδράσινPhilostr.VS 490
•inflamar el ánimo c. dif. pasiones, excitar, irritar
τοὺς θυμοὺς ... τῶν δημοτῶνD.H.7.35,
τὸν ἄθλιον γέρονταLuc.Alex.30, cf. Herod.4.49, I.Vit.134, Ach.Tat.1.5.5,
τὴν ὀργὴν αὐτοῦLXX Ps.77.38, cf. Eus.HE 5.1.58, c. πρός y ac.
τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντεςPlu.Agis 2, c. dat. instrum.
ἄνδρα ... ταῖς φροντίσινAP 9.165 (Pall.).
B intr. en v. med.-pas.
1 encenderse, prender c. suj. abstr.
τὸ τοιοῦτον κακὸν ἐκκαόμενονuna vez prende tal perversión (en el estado), e.e. se instala Pl.R.556a,
τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετοref. a la pasión amorosa, Charito 1.1.8, c. giro prep.
καθ' ἑκάστην οἰκίαν ... ἐξεκαύθη τὸ μῖσοςPlb.15.30.1,
ἀφ' οὗ ἐξεκαύθη πάντα τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆςOrigenes Fr.in Ps.47.3
•c. suj. de pers. o ref. pers. excitarse, irritarse
ὅτι ἐξεκαύθη ἡ καρδία μουLXX Ps.72.21,
προσέθετο ὀργὴ κυρίου ἐκκαῆναιLXX 2Re.24.1, cf. 4Re.22.13,
ἐκκαιόμενος δὲ ὑπὸ μέθης καὶ πόθουParth.24.2, cf. Posidipp.29.9, Plu.2.455a,
ὁ δὲ δῆμος ἔτι μᾶλλον ἐξεκᾴετοPlu.TG 13, c. compl. prep.
οἱ ἄρσενες ... ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξειEp.Rom.1.27,
καὶ νέοι ... ἐξεκάοντο πρὸς τὰ ἀκούσματαLongus 3.13.3,
εἰς ἔρωταAlciphr.3.31.1,
εἰς θερμὴν ἔρινAmph.Seleuc.161,
πρὸς μείζονα τῆς ἀπολαύσεως ἐπιθυμίανGr.Nyss.Ep.18.2,
ἐπὶ ἑκάτερα ἐξεκαίετο ἡ σπουδήSoz.HE 1.15.10.
2 de situaciones bullir, estar en ascuas, estar alborotado
πάντα δ' ἐξεκάετο ταῦθ' ἕνεκα τοῦ μέλλοντοςMen.l.c.