< ἐκκαταράσσω
ἐκκατιλλώπτω >
ἐκκατεφάλλομαι
• Morfología:
[sólo aor. ἐκκατεπᾶλτο Sch.Er.
Il
.1.497b]
bajar de un salto
(var. antigua de οὐρανοῦ ἒκ κατεπᾶλτο en
Il
.19.351), Sch.Er.l.c., cf. κατεφάλλομαι.