ἐκκαλυπτικός, -ή, -όν
en fil. estoica
1 descubridor, revelador c. gen.
τὸ φῶς ... τῶν ἄλλωνChrysipp.Stoic.2.36,
δεῖ ἄρα τὸ σημεῖον ... ἐκκαλυπτικὴν ἔχειν φύσιν τοῦ λήγοντοςChrysipp.Stoic.2.73,
ἡ ἀπόδειξις ἐ. ... τοῦ συμπεράσματοςS.E.M.8.140, cf. P.2.170.
2 adv. -ῶς en forma reveladora S.E.P.2.141, M.8.308.