ἐκθρύπτω


1 destrozar τοῦ Κύκλωπος ... ὀφθαλμόν E.Cyc.475 (cód.).

2 debilitar moralmente, corromper en v. pas. γυναικομανὴς καὶ ἐκτεθρυμμένος Cyr.Al.M.68.372A.