< ἐκθοινάομαι
ἐκθοράψει· >
ἐκθολόω
enturbiar
τὸ ἀναθυμιώμενον παχὺ ... ἐκ τῶν τῆς γῆς ὑγρῶν
Procl.
Par.Ptol
.183.