ἐκθηλάζω
chupar
τὸν δάκτυλονT.Sal.1.2,
αἱ βδέλλαι τὸ αἷμα ἐκθηλάζουσινSch.Theoc.2.56
•mamar fig.
ἵνα ἐκθηλάσαντες τρυφήσητε ἀπὸ εἰσόδου δόξης αὐτῆςdicho de Jerusalén, LXX Is.66.11
•en v. pas. ser absorbido
τὸ γλυκύτατον τοῦ ὑγροῦ ἀπὸ τῶν σιτίων καὶ τῶν ποτῶν καὶ ἐκθηλάζεταιen el proceso de formación de la leche, Hp.Mul.1.73,
ἕως ἂν ... μετὰ τοῦ γάλακτος ἐκθηλασθῇArist.HA 587b27.