ἐκθερμαίνω


I tr.

1 calentar enteramente, hacer entrar en calor esp. ref. partes del cuerpo ὁκόσα κατέψυκται, ἐκθερμαίνειν Hp.Aph.5.19, τὸ ὀστέον Hp.VC 21, τοὺς πόδας ... πυρὶ καὶ ὕδατι Hp.Epid.5.57, ἑωυτήν Hp.Steril.224, ἡ ἀλώπηξ ... τῇ γλώττῃ λείχουσα ἐκθερμαίνει a las crías, Arist.HA 580a9, πρὶν ... ἡ τρῖψις ἐκθερμάνῃ (τὴν γονήν), οὐ τήκεται Arist.Pr.878a38, cf. Fr.221, ἐκθέρμαινε ποτῷ ἐψυγμένα γυῖα Nic.Al.461, ἐκθερμῆναν γὰρ ... τὸ φάρμακον τοῦ Ἡρακλέους τὸ σῶμα Thdt.Affect.8.17
ref. huevos empollar completamente o hasta el final Aesop.206.

2 fig., c. ac. de pers. o abstr. calentar, excitar, estimular (ὁ οἶνος) ἐκθερμαίνει τὸ σῶμα πρὸς μεῖξιν en sent. erót. T.Iud.14.3, τὸν δ' ἐντὸς εὐρῶτα τῆς ψυχῆς ... οὐκ ἐκτεθέρμαγκεν ... διὰ φιλοσοφίας Plu.2.48c, cf. Mar.16, τὴν καρδίαν ἡμῶν Gr.Nyss.Hom.in Cant.235.1, τὰς ψυχὰς ἡμῶν Chrys.M.61.774, cf. M.59.588, (προοίμιον) ἐκθερμαῖνον τὸν νεανίσκον περὶ τὴν ... ἀκρόασιν Procl.in Alc.129
abs. ἡδονὴ ἐπιστᾶσα καὶ ἐκθερμαίνουσα πρὸς ἀκολασίαν Corp.Herm.Fr.Ox.4.3.

II intr., en v. med.-pas., frec. de pers. o partes del cuerpo calentarse completamente, entrar en calor ἐκθερμανθῆναι ... λουτρῷ θερμῷ Hp.VM 16, ἐκθερμανθεὶς ἵδρωσε Hp.Epid.6.8.30, ἡ δὲ κόνις ... ψύχουσα γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἐᾷ ἐκθερμαίνεσθαι Hp.Vict.65.6, ἐκθερμαινόμενον τὸ ὑγρὸν ἀὴρ γίνεται Arist.Pr.883a4, cf. 870a17, τὸ δίψος δὲ δῆλον ὡς ἐκθερμαινομένου τοῦ σώματος es claro que la sed procede del calentamiento del cuerpo Arist.Pr.947b37, ὡς ἐκθερμαινόμενον, αὐαίνεται (τὸ δένδρον) se seca el árbol por exceso de calor Thphr.CP 3.9.1, a causa de la embriaguez, Timae.149, cf. Plu.2.652a, ὁ δὲ ... κομισθεὶς ... εἰς βαλανεῖον ... ἐξεθερμαίνετο Aristid.Or.48.76, περιψύξεως γενομένης ἔξωθεν, ἐκθερμαίνεται ... τὰ ἐντός Plu.2.694d, cf. Corp.Herm.Fr.24.14.