< ἐκζητητέον
ἐκζῳόομαι >
ἐκζητητής
,
-οῦ, ὁ
investigador
c. gen.
τῆς συνέσεως
LXX
Ba
.3.23,
ἁπάντων πραγμάτων
Thphl.Ant.
Autol
.3.4.