ἐκδᾰπᾰνάω
1 agotar, consumir del todo, eliminar
τὸ μὲν γὰρ ὑγρὸν ἅπαν ἡ καῦσις ἐκδαπανᾷArist.Fr.225, cf. Gal.10.495,
εἰ δὲ προαφεψήσας τις τὸ γάλα τὸν ὀρὸν ἐκδαπανήσειενGal.6.682, cf. 10.192,
τὰς ἐν τοῖς βλεφάροις μεγάλας τραχύτηταςAët.2.190
•en v. pas. c. giro prep. ser consumido, agotado en
ἐκδαπανᾶται γὰρ ὑπὸ τοῦ πολλοῦ χρόνου εἰς τὸ ἀφανέςdel alma, Zeno Stoic.1.146,
εἰς κέρατα ... τὸ πλῆθος ἐξεδαπανᾶτο τῶν περιττωμάτωνGal.3.602, cf. Alex.Trall.1.447.15,
ἡ καπνώδης ἀναθυμίασις εἰς τὸν γαλαξίαν ἐκδαπανᾶταιOlymp.in Mete.66.1,
κατὰ τὴν ὄπτησιν ἐξεδαπανήθη πᾶν τὸ ὑγρὸν ἐξ αὐτοῦGal.15.86,
τὸ περιεχόμενον ἐν ταῖς σαρξὶν ὑγρὸν ἐκδαπανᾶσθαι προσήκειGal.10.199,
τὸ πνεῦμα ... ἐκδαπανηθὲν ἐν ταῖς προτέραις ἐπιδρομαῖςLongus 1.32.4, de una pers.
διὰ τῶν ἰχώρων ἐκδαπανώμενονGr.Nyss.Apoll.211.11, abs.
(τὸ σῶμα) τοῦτο παθὸν καὶ ἐκδαπανηθένAlex.Aphr.Pr.2.67 (p.76).
2 de un mineral desbastar
τὸ ... γεῶδες διὰ τῆς ἀκόνης ἐκδαπανήσαντεςGr.Nyss.Hom.in Cant.411.2.
3 gastar totalmente de recursos, dinero, etc.
τὰς τῶν ἰδίων συμμάχων χορηγίας καὶ παρασκευάςPlb.21.10.9,
τὰς προσόδουςPlb.24.7.4, cf. 25.4.7, PBaden 19.19 (II d.C.),
πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦIren.Lugd.Haer.1.4.3,
(τὸν βίον) εἰς χορηγίας καὶ τριηραρχίας ἐξεδαπάνησαLongus 4.35.3
•c. ac. int.
πλέον ἐκδαπανῶνhaciendo mayor gasto, AP 11.357 (Pall.)
•en v. pas.
πάντων αὐτοῖς ἐκδαπανηθέντωνD.C.74.12.3.
4 fig., c. ac. de abstr. acabar con, consumir
τάς τε γὰρ προθυμίας εἰς τοὺς ὁμολογουμένως ἐχθροὺς ἐκδαπανήσαντεςconsumiendo sus energías en los enemigos reconocidos I.AI 15.117, cf. Lib.Decl.37.30,
ἐκδαπανῆσαι τὸ ἀλλότριονeliminar lo ajeno Mac.Aeg.Serm.B 3.6.4
•de pers., en v. med.-pas. desgastarse, quedar exhausto
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν2Ep.Cor.12.15.