< ἔκδαλος
ἔκδαμος >
ἐκδᾰμάζω
vencer
,
dominar
,
domar
ἐμέ
Dioscorus 5.21,
ὁ σίδηρος ... ἐκδαμάζει πάντα
Thdt.M.81.1420B, en v. pas.
πολλοῖς ἐκδαμασθείς
Chrys.M.56.585.