ἐκδύνω
• Grafía: graf. ἐγδ-


I tr.

1 de pers. despojarse de, quitarse vestidos o armas μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od.1.437, τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα Hdt.1.9, ἐξέδυ τὴν ἐσθῆτα Polyaen.1.27.1, cf. 5.44.4
en v. med. τεύχεα δ' ἐκδύνοντο Orph.A.242.

2 de anim. mudar la piel, concha o caparazón τῶν δὲ φωλούντων ἔνιοι τὸ καλούμενον ἐκδύνουσι γῆρας Arist.HA 600b15, de los crustáceos ἐκδύνουσι δὲ τὸ κέλυφος τοῦ ἔαρος Arist.HA 549b26, ὅστρακον ἐκδύνουσι γεραίτερον Opp.H.1.284, cf. Arist.HA 601a2, Artem.5.40
de plantas ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην ... δρῦς Lyc.1422.

3 fig. librarse, escapar τὴν τιμωρίαν Gr.Nyss.Eun.1.47, τὰς λαβὰς τῶν ἀντιπαλαιόντων Gr.Nyss.Steph.1.89.4.

II intr.

1 desnudarse, quitarse la ropa εἰ ... γινώσκοι ἂν τὸν ἄνθρωπον ἐκδύνοντά τε καὶ ἐν τοῖσι γυμνασίοισι γυμναζόμενον Hp.Vict.1.2.3
de las serpientes mudar, cambiar la camisa ὅταν δ' ἄρχωνται ἐκδύνειν οἱ ὄφεις Arist.HA 600b27, cf. 601a11.

2 c. gen. o adv. de procedencia salir, emerger de un medio ἐκδύνουσι δ' ἐκ τῆς γῆς Arist.HA 556a3, cf. 555b28, ἐκδύνει δὲ βυθῶν de un pez, Opp.H.4.280, ἢ ὅθεν ἐξέδυτε, πάλιν ἐκεῖ καταδῦναι σπεύδετε; Polyaen.7.45.1
de los caracoles salir, asomarse o sacar los cuernos Epict.Gnom.26.

3 escaparse un niño de la atención de sus familiares GVI 1159.4 (Notion I d.C.), c. ἐκ y gen. δίκαιος ἐκ θήρας ἐκδύνει LXX Pr.11.8; cf. ἐκδύω.