< ἔκδρομος
ἐκδυάς >
ἐκδυάζομαι
trabar
,
emparejar
ποικίλως «ὑπὸ τῶν» «ἐκ τῆς» ... [σὺν] ἀλλήλαις ἐκδεδυασ[μέν]ων
Phld.
Log.Libr
.p.95.