< ἐκδοχή
ἐκδόχιος >
ἐκδοχικῶς
adv.
explícitamente
ἐ. ... διὰ τοῦ εἴδους τὸ γέν[ος] ἐμφῆναι
Demetr.Lac.
Herc
.1012.36.3.