< ἐκδιωρύσσω
ἐκδονέω >
ἐκδοκιμάζω
probar
αὐτόν
Aq., Sm.
Ib
.7.18,
σιναπισμὸν ἐκδοκιμάζομεν
Antyll. en Orib.10.29.4.