< ἐκδιωγμός
ἐκδιωκτέος >
ἐκδιωκτέον
hay que expulsar
o
desterrar
fig.
τὰ μιαρὰ ταῦτα θρέμματα
Plu.2.13c,
τὰς μοχθηρίας
Plu.
ib
.