ἐκδιδράσκω
• Alolema(s): -δρήσκω Hdt.3.4, 6.24
• Morfología: [aor. ind. ἐξέδραν E.Heracl.14, inf. ἐκδρᾶναι D.C.37.47.2]
huir, escapar
ἐξ ΑἰγύπτουHdt.3.4,
ἐκ τῆς Ἴνυκος ... ἐς ἹμέρηνHdt.6.24,
ἐκ τῆς ἐρκτῆςHdt.4.148, cf. 9.88,
διὰ τῶν ὑδρορροῶνAr.V.126,
ὑπὲρ τὸν ΦᾶσινD.C.36.50.3,
ἐς ΔελφούςPaus.1.20.7,
εἰς τὴν οἰκίανAch.Tat.8.14.4, abs., Ar.Ec.55, Th.1.126, 6.7, E.l.c., D.C.41.61.2,
ἀνδράποδον] ἐκδεδρακόςesclavo fugitivo, FD 1.486.2A.23 (III a.C.).