< ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω >
ἐκδιαίνομαι
reblandecerse
,
ablandarse
c. ac. de rel.
χαλκὸς ... τὴν σύστασιν ἐκδιαινόμενος καὶ ἀναχεόμενος
Leont.H.
Monoph
.M.86.1816C.