ἐκδεσμεύω


atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.