< ἐκδέρκομαι
ἐκδερματόω >
ἐκδερματίζω
desollar
Hsch.s.u.
ἔδειραν
, Sud.s.uu.
ἀσκὸν δέρειν
,
περισκυτίζοντος
, Sch.Ar.
Nu
.442b.