ἐκγλύφω
• Prosodia: [-ῠ-]
I
καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρονThphr.HP 5.2.4,
ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκονAët.7.82, en v. pas.
τυρὸς ἐξεγλυμμένοςqueso agujereado Eup.361,
σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένοςPl.R.616d, cf. Gal.4.95, Procl.in R.2.213,
μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον αὐτοῦ τροχηλίᾳ παραπλησίωςGal.18(2).618
•cirug. legrar
ἐξέγλυψεν ἡ φύσις ἑκατέρωθεν τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦνGal.4.429,
τὸ χόνδρονMeges en Orib.44.21.1
•hacer salir del cascarón rompiéndolo
τὰ νεόττιαAel.NA 2.33
•cascar, romper el cascarón
τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις)Ael.NA 2.38, cf. Gp.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.
2 tallar, grabar
ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψανI.AI 12.71,
ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθουGr.Nyss.Hom.in Cant.407.18, en v. pas.
γράμμαCIRB 130.7 (II/I a.C.).
II en v. med. cascarse, abrirse
καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά)Plu.TG 17.