< ἐκγίγνομαι
ἐκγλισχραίνω >
ἐκγλευκίζομαι
fermentar
ἐκγεγλευκισμένος μέλας (
sc
. οἶνος)
Hp.
Epid
.7.64, cf. Hp. en Gal.19.95.