ἐκβόσκομαι
• Morfología: [tard. tb. act. ἐκβόσκει Steph.in Hp.Aph.2.112.28]
1 consumir, absorber
τὴν ὑγρότητα ἐκβόσκονται τὴν πλείω(los insectos) consumen el exceso de humedad (del fruto), Thphr.CP 2.9.6,
(ὁ πυρετός) τὴν οἰκείαν ἰκμάδα τῶν μορίωνGal.10.730, cf. 12.17, Aët.8.31, Steph.l.c.
•fig.
ἐκβόσκεται γάρ μέ τις ἀνερμήνευτος ὀδύνηme consume una aflicción incomprensible Aristaen.2.5.18,
(παντοῖαι κακότατες) τὸν λόγονPythag.Ep.2.4.
2 alimentarse de
λεπυρὸν στάχυνNic.Th.803,
τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπωνAthenag.Res.4.3
•fig.
ἀνοήτους ἐκβόσκονται τρυφάςClem.Al.Prot.10.92.