< ἐκβάκχευμα
ἐκβακχεύω >
ἐκβάκχευσις
,
-εως, ἡ
fig.
entusiasmo báquico
μεταξὺ τοῦ κορυβαντιασμοῦ καὶ τῆς ἐκβακχεύσεως
Eun.
VS
470.