ἐκβράζω


bullir, borbotear ἐκβράζον τὸ ὕδωρ Thdt.M.81.1241C.
c. ac. de rel. bullir, rebosar ὁ δὲ ἄθλιος Ἡρώδης ... σκώληκας ἐκβράζων Sud.s.u. Ἡρώδης.