ἐκβοάω
I intr. gritar, prorrumpir en gritos
ἐκβοῶντες καὶ κροτοῦντεςPl.R.492b,
ἐκ δ' ἐβόησαν χωόμενοιA.R.3.631 (tm.),
ὑπὸ χαρμονῆςPhilostr.Iun.Im.10.7,
ἐκβοᾷ πρὸς τὸν δεσπότην ἱκετεύουσαPh.1.129, fig.
ταῖς ψυχαῖςPh.2.296
•chillar
οἱ δὲ κλαγγηδὸν ἐκβοῶντες ὀξύPolem.Phgn.34.
II tr.
1 exclamar, gritar, pronunciar en voz alta
ἐκβοῶντος δέ μου καὶ κράζοντος τὰ τοσαῦταPOxy.717.1 (I a.C.),
ταῦτα ... λαμπρῶςHld.10.40.1, cf. Polyaen.8.52, c. or. de inf., Hld.9.23.4, c. ὅτι y or. complet., Plu.Mar.26, Hld.8.9.10, frec. c. discurso directo
ὁ δὲ δῆμος ἐξεβόησε· «λέγε πάντα»Charito 8.8.2,
μέγα καὶ νεανικὸν ἐκβοᾷ· ...Longus 4.35.1, cf. I.BI 1.630, 3.494, Plu.Them.28, IG 22.1368.13, 24 (II d.C.), SEG 43.864.13 (Sardes II d.C.), en v. pas.
κραυγαί τε πανπληθεῖς ἐξεβοῶντ[οA.Al.8.54.
2 celebrar, cantar, pregonar
οὐ γὰρ σθένω τοσούτους Ἔρωτας ἐκβοῆσαιAnacreont.25.19
•part. perf. pas. ἐκβεβοημένος célebre, renombrado
ἡ ἐ. ὑμῶν εὐλάβειαBasil.Ep.221.
3 pronunciar, hacer sonar
ἀμφότερα φανερῶς ἐκβοῶσαι τὰ φωνήενταen los diptongos, Aristid.Quint.43.14.
4 expulsar a gritos, Corp.Herm.Fr.23.42.