ἐκβλυστάνω
1 fluir en sent. fig.
ἡ μὲν γὰρ (ἀρετή) ἄνωθεν ἐκβλυστάνει ταῖς ψυχαῖςProcl.Phil.Chal.3.
2 derramar, verter en sent. fig.
τῷ κόσμῳ κακοποιὰ φάρμακαEpiph.Const.Haer.20.1.1.
ἡ μὲν γὰρ (ἀρετή) ἄνωθεν ἐκβλυστάνει ταῖς ψυχαῖςProcl.Phil.Chal.3.
τῷ κόσμῳ κακοποιὰ φάρμακαEpiph.Const.Haer.20.1.1.