ἐκβλαστάνω
I intr.
1 bot. germinar de semillas, Thphr.HP 7.1.7, CP 4.6.1,
ὁ δὲ καρπὸς ἀφαιρούμενος ἐκβλαστάνει καὶ ἀποδίδωσι τὸ κρίνονThphr.HP 6.6.8, cf. CP 3.7.3
•rebrotar, producir renuevos
ἐκβλαστάνει ... μάλιστα τὰ ἐλάϊναla madera de olivo produce renuevos con más facilidad que otras Thphr.HP 5.9.8,
ὁ γὰρ ἱστὸς τῆς νεὼς ἐξεβλάστησενLuc.VH 2.41.
2 gener. nacer, brotar
κέρατα ... ἀπογίνεται καὶ αὖθις ἐκβλαστάνει ζῴοιςPaus.5.12.2, frec. en uso fig., c. gen. o prep. y gen.
στέργω δὲ τὸν φύσαντα ... κείνου γὰρ ἐξέβλαστονE.Fr.1064.6, cf. 14.7P.,
(τύραννος) ἐκ προστατικῆς ῥίζης ... ἐκβλαστάνειPl.R.565d,
τᾶς ... ἀκρασίας ἐξεβλάστασαν ἄθεσμοι γάμοιPythag.Ep.2.5.
II tr.
1 hacer brotar, producir
τὴν μὲν ἰδίην ἰδέην ἐξεβλάστησεν, τὴν δὲ προτέρην ... ἐξημαύρωσενde los alimentos tras ser ingeridos, Hp.Alim.6,
ἔξοδον χλόηςLXX Ib.38.27, cf. abs. LXX Is.55.10, fig.
τὰ πονηρὰ σπέρματα ... τοὺς φθοροποιοὺς καρποὺς ἐξεβλάστησενBasil.Ep.92.2, cf. Mac.Aeg.Hom.12.14,
καλὸν δένδρονRom.Mel.54.θʹ.9.
2 recuperar, renovar
(ὁ νοσέων) ἐξεβλάστησε τὴν φυήνAret.CA 2.3.18.