< ἐκβιαστής
ἐκβιβάζω >
ἐκβιάω
obligar
,
forzar
en v. pas., c. inf.
τό τ' αὖ πνεῦμα ... δρόμοισιν ἐκβιᾶται κατηγορεῖν
Hp.
de Arte
12.