ἐκβιβρώσκω
devorar
ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκαςS.Tr.1054 (tm.),
(ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρόςHorap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig.
ὁ φθόνος τὴν καρδίανChrys.M.61.708, tb. en v. pas.
ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίαςCorn.ND 18, cf. Ph.1.236
•roer, carcomer en v. pas.
διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος)Gal.3.534,
πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρόςStr.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.