< ἐκβαρβαρόω
ἐκβαρύνω >
ἐκβαρβάρωσις
,
-εως, ἡ
sumisión a los bárbaros
(οἴεσθαι τὴν) ἐκβαρβάρωσιν ἥκειν ἐπὶ τὴν Σικελίαν
Plu.
Tim
.17.