ἐθήμων, -ον
1 c. gen. o dat. acostumbrado a, habituado a
κυδοιμοῦ εἰναλίουNonn.D.36.464,
πόνοις βριαροῖσινNonn.D.37.134.
2 habitual, acostumbrado
ἠχώNonn.D.1.433,
νύμφηMusae.312,
ἌρηςGDRK 34.8.
κυδοιμοῦ εἰναλίουNonn.D.36.464,
πόνοις βριαροῖσινNonn.D.37.134.
ἠχώNonn.D.1.433,
νύμφηMusae.312,
ἌρηςGDRK 34.8.