ἐθελόντως
adv. voluntariamente expl. de
ἑσταότωςSch.Er.Il.19.79-80β,
ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων ... ἐ. τὴν τῆς δουλείας μορφὴν ὑποδύεταιGr.Nyss.Beat.84.16 (var.), cf. Hsch.ε 646.
ἑσταότωςSch.Er.Il.19.79-80β,
ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων ... ἐ. τὴν τῆς δουλείας μορφὴν ὑποδύεταιGr.Nyss.Beat.84.16 (var.), cf. Hsch.ε 646.