ἐθελούσιος, -α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Ph.1.142]


I 1que actúa por propia voluntad, voluntario, espontáneo de pers. y asimilados, gener. como pred. ἐθελούσιον δοῦναι ἑαυτὸν εἰς σφαγὴν Pherecyd.98, οὐκ ἀνάγκῃ ἀλλ' ἐθελούσιοι X.Cyr.4.2.11, ἐθελούσιοι ... αὐτῷ συνεβοήθησαν τῇ Λακεδαίμονι X.Ages.1.38, cf. An.6.5.14, Cyr.5.1.25, 6.3.35, Lac.13.7, πόλεις ἐθελούσιαι συνετείχισαν X.HG 4.8.10, ἡ ... σύνοδος οὐκ ἐ[πί]μισθος συνήχθη, ἀλλὰ ἐ. IEphesos 17.58 (I d.C.), ἱκετεύειν D.C.43.12.3, cf. 37.23.2, D.H.10.15, ἐθελούσιοι, γελῶντες marchar al Hades, Luc.DMort.4.2, ἐθελούσια γὰρ αὐτῇ ... ἐστὶν οὐ τὰ ἔνυλα μόνον εἴδη en ella (la madre de los dioses) están espontáneamente no sólo las formas materiales Iul.Or.8.166b.

2 de abstr. voluntario, que se acepta libremente ἀνάγκη ἐ. obligación aceptada voluntariamente X.Cyr.5.1.10, Smp.8.13, (τὸ ἐρᾶν) ἐθελούσιόν ἐστιν X.Cyr.5.1.11, cf. 12, κίνησις Ph.l.c., αἵρεσις Ph.2.362, cf. Hierocl.7.11.

II adv. -ίως por propia voluntad, espontáneamente ἐ. σου προνοοῦντας θεῷο ἄν verías que se ocupaban de ti de buen grado X.Hier.11.12, ἐ. ἐπὶ παροινίᾳ θαρσεῖν τῆς πατρίδος I.AI 19.230, ἐ. αὐταῖς περικείμενος (δεσμός) Thdt.Char.19.