ἐθελοκίνδυνος, -ον


1 que afronta el peligro, intrépido Poll.3.134
subst. τὸ ἐ. intrepidez Men.Prot.26.1.125.

2 adv. -ως intrépidamente ἔμπορος ὑπὸ κέρδους ἐ. ἠπείγετο App.Pun.120.