< ἐθελοθρησκεία
ἐθελοθρῃσκεύω >
ἐθελοθρῃσκευτικός
,
-όν
religioso a su manera
,
pretendidamente religioso
σχήματα ἐθελοθρῃσκευτικὰ τῆς ἐνδυμενίας
Epiph.Const.
Anac
.15.