< ἐθελοδικαιοσύνη
ἐθελοδοξία >
ἐθελοδόκησις
,
-εως, ἡ
interpretación arbitraria
τῶν τοῦ Παύλου ἐπιστολῶν
Epiph.Const.
Haer
.42.11.7.