< ἐθελοδουλεία
ἐθελόδουλος >
ἐθελοδουλέω
ser esclavo
,
someterse voluntariamente
διὰ <τὸ> τοὺς Γάλατας μὴ ἐθελοδουλεῖν
D.C.54.32.1, cf. 45.35.2.