< ἐθελητός
ἐθελοβλέπω >
ἐθελοακρότης
,
-ητος, ἡ
exageración voluntaria
,
colmo
,
deseo excesivo
c. gen.
δεισιδαιμονίας
Didym.M.39.937A,
ἐ. δικαιοσύνης
Epiph.Const.
Anc
.14.3.